επαξω
Смотреть что такое "επαξω" в других словарях:
ἐπάξω — ἐπά̱ξω , ἐπάγνυμι break aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἐπά̱ξω , ἐπάγνυμι break aor subj act 1st sg ἐπά̱ξω , ἐπάγνυμι break fut ind act 1st sg ἐπά̱ξω , ἐπάγνυμι break aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) ἐπά̱ξω , ἐπάγω bring on aor ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek
κώμος — Αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. Πολλές φορές μετά τα συμπόσια οι καλεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους με λαμπάδες και στεφάνια και έκαναν παρέλαση τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής. Αργότερα, οργανώνονταν κ. για να τιμηθούν ορισμένοι … Dictionary of Greek